- ραβδωτός
- -ή, -ό / ῥαβδωτός, -ή, -όν, ΝΜΑ [ῥαβδοῡμαι / ραβδώνω]1. αυτός που έχει μακρές και παράλληλες γραμμές ή σειρές στην επιφάνειά του, γραμμωτός («ραβδωτοί μύες»)2. (ιδίως για κίονες) αυτός που σχηματίζει αύλακες, αυλακωτόςνεοελλ.φρ. «ραβδωτό σώμα»ανατ. τμήμα τού εξωπυραμιδικού συστήματος τού εγκεφάλου, αποτελούμενο από την κερκοφόρο και τον φακοειδή πυρήνα και εντοπιζόμενο στη βάση τών εγκεφαλικών ημισφαιρίωναρχ.κατασκευασμένος ή πλεγμένος από ράβδους («ῥαβδωτός... θύρας ἐπ' ἄκρας αὐτὰς ἐπιστήσαντες», Διοσκ.).
Dictionary of Greek. 2013.